- ἐπαγανακτεῖν
- ἐπαγανακτέωto be indignantpres inf act (attic epic doric)ἐπαγανακτέωto be indignantpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαγανακτώ — ἐπαγανακτῶ, έω (Α) 1. αγανακτώ, οργίζομαι («ἐπηγανάκτει δ ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐχαλέπαινε», Πλούτ.) 2. (με δοτ.) αγανακτώ εναντίον κάποιου («τὸ ἐπαγανακτεῑν τοῑς ἀκολασταίνουσιν», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek